- παζαρλίκι
- τοτο παζάρεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pazarlik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παζαρλίκι — το (λ. τουρκ.), το παζάρεμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)